- παρατετηρημένως
- παρατετηρημένωςcarefullyindeclform (adverb)παρατηρέωwatch closelyperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατετηρημένως — ΜΑ κατά παρατήρηση, από παρατήρηση αρχ. 1. με προσοχή, ακριβώς, προσεκτικά, με επιμέλεια 2. σύμφωνα με τον κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατετηρημένος τού παρατηρώ] … Dictionary of Greek